παρακαταθηκη

παρακαταθηκη
    παρακαταθήκη
    παρα-καταθήκη
    ἥ
    1) сданная на хранение ценность
    

(παρακαταθήκην καταθέσθαι παρά τινι Lys. и ἀποδιδόναι τινί Sext.)

    χρυσίου π. Plat. — сданное на хранение золото;
    π. τῆς τραπέζης Dem. — банковский вклад

    2) вверенное (чьему-л.) попечению
    

τινὰ παρακαταθήκην δέχεσθαι Her. — принять попечение над кем-л.;

    οἱ τέν τῶν νόμων παρακαταθήκην ἔχοντες Aeschin. — те, кому вверено попечение о законах


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παρακαταθηκη" в других словарях:

  • παρακαταθήκη — deposit fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκῃ — παρακαταθήκη deposit fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλική παρακαταθήκη — Το σύνολο των βάσεων που διαθέτει ο οργανισμός μας για να εξουδετερώνει την παρουσία στο αίμα οξέων ισχυρότερων από το ανθρακικό …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθηκῶν — παρακαταθήκη deposit fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθῆκαι — παρακαταθήκη deposit fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκαις — παρακαταθήκη deposit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκην — παρακαταθήκη deposit fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθήκης — παρακαταθήκη deposit fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»